- κωθωνισμός
- κωθωνισμός, ὁ (Α) [κωθωνίζω]μεθύσι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωθωνισμός — tippling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωθωνισμοῖς — κωθωνισμός tippling masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωθωνισμοῦ — κωθωνισμός tippling masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωθωνισμῶν — κωθωνισμός tippling masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)